16.11.13

εκπαίδευση ενηλίκων στην Ελλάδα

           Τα στατιστικά αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι η συμμετοχή των Ελλήνων στην εκπαίδευση ενηλίκων είναι η χαμηλότερη σε όλη την Ευρώπη. Οι αιτίες αυτού του φαινομένου εντοπίζονται κυρίως στο ότι δεν υπάρχουν ακόμα σταθερές δομές και καταξιωμένοι φορείς που να προσφέρουν εκπαίδευση ενηλίκων τη στιγμή που η διάθεση συμμετοχής ενηλίκων σε προγράμματα εκπαίδευσης αποτελεί ένα σύνθετο και πολύπλοκο φαινόμενο. Ακόμα, στην Ελλάδα η εκπαίδευση ενηλίκων δεν συνδέθηκε με λαϊκά κινήματα, όπως είχε συμβεί με μεγάλη ένταση σε πολλές δυτικές κοινωνίες. Εξαιτίας, επίσης, της μεγάλης έκτασης που προσέλαβε ξαφνικά στα τέλη του 20ου αιώνα, χωρίς να προϋπάρχει στρατηγική, τεχνογνωσία και εκπαίδευση στελεχών, χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, αμφιλεγόμενη ποιότητα και μικρή αποτελεσματικότητα. Ο μη τυπικός τομέας εκπαίδευσης ενηλίκων δεν προσφέρει μέχρι σήμερα αναγνωρισμένα πιστοποιητικά, οπότε δεν υπάρχει κίνητρο για συμμετοχή σε αντίστοιχα προγράμματα. Η  προσδοκία επαγγελματικής εξασφάλισης και όχι η αντιμετώπιση της γνώσης ως στόχου ζωής, οδήγησαν τους νεοέλληνες στη ζήτηση μόνο για τριτοβάθμια εκπαίδευση που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εισιτήριο για επαγγελματική αποκατάσταση κυρίως στο δημόσιο τομέα όπου η απουσία αξιολόγησης, δεν απαιτεί προσπάθειες επιμόρφωσης.

           
            Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει θετικά βήματα προς την κατεύθυνση της εκπαίδευσης ενηλίκων. Ήδη από το 1981, με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεκίνησαν προσπάθειες για ανάπτυξή της με χρηματοδότηση που βελτίωσε την υπάρχουσα υποδομή, εκπονήθηκαν ειδικά προγράμματα και εκπαιδεύτηκαν στελέχη. Ιδρύθηκε το Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης, αναπτύχθηκαν αξιόλογες εκπαιδευτικές δραστηριότητες από τη Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων, το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης, από δημόσιους οργανισμούς, Τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και από Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης. Επίσης διαμορφώθηκε σχέδιο δράσης για τη σύνδεση της επαγγελματικής κατάρτισης με την απασχόληση, άρχισαν σπουδές εκπαίδευσης ενηλίκων στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο και σε άλλα ιδρύματα της χώρας, ενώ παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των διδακτικών εγχειριδίων και της έρευνας στο αντικείμενο.

 
           
            Για να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής των ενηλίκων τα προσεχή έτη μπορούν και πρέπει να γίνουν αρκετά βήματα. Αρχικά, θα πρέπει να κατοχυρωθούν με πιστοποιήσεις, από τον επίσημο φορέα που υπάρχει (Ε.ΚΕ.ΠΙΣ.), όλα τα προγράμματα των φορέων επιμόρφωσης που λειτουργούν για να υπάρχει ένα ισχυρό κίνητρο παρακολούθησης. Πρέπει να δοθούν κίνητρα θετικής αξιολόγησης σε όσους συμμετέχουν σε επιμορφώσεις αλλά και να γίνει ταυτόχρονα προσπάθεια αναβάθμισης των υπηρεσιών που ήδη προσφέρονται. Ακόμα θα πρέπει να ενταχθεί στην εκπαίδευση και στην κουλτούρα των Ελλήνων η εκπαίδευση ενηλίκων ως ευκαιρία για ευχάριστη διαδικασία ελεύθερου χρόνου, προσωπικής ανάπτυξης και κοινωνικής συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η ενίσχυση προγραμμάτων που στοχεύουν στην κοινωνικο – πολιτιστική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου, την δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου τους και την συμμετοχή του στην δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Επίσης η ανάπτυξη προγραμμάτων σε τοπικό επίπεδο, που θα παρακολουθεί τις ιδιαίτερες ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και θα συνεχίζεται και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος με στόχο την παραγωγή πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων.


εκπαίδευση ενηλίκων

          
            Στη διαδικασία της δια βίου εκπαίδευσης οι «ενήλικοι μαθητές» διαφοροποιούνται από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που μπορεί να λειτουργήσουν θετικά αλλά και αρνητικά ως προς τη μαθησιακή διαδικασία.
            Αρχικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα ότι η ηλικιακή διαφορά είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Ο ενήλικας παρακολουθεί κάποια επιμόρφωση ή συμπληρώνει ελλιπή προηγούμενη φοίτηση, οικειοθελώς και όχι γιατί τον υποχρεώνουν οι γονείς. Έχει συνειδητοποιήσει την αξία της και επιδιώκει να αποκτήσει εφόδια που του είναι απαραίτητα στην επαγγελματική εξέλιξη και αυτό αποτελεί κίνητρο για μάθηση εντονότερο σε σχέση με τα κίνητρα των νέων παιδιών.  Συνεπώς θα είναι διαφορετική η συμπεριφορά του απέναντι στον επιμορφωτή, θα αντιμετωπίσει τη διδακτέα ύλη με διαφορετικό ενδιαφέρον και θα επιδιώξει να αποκομίσει από τη διαδικασία της μόρφωσης, όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη.
            Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ενήλικα εκπαιδευόμενου είναι η πνευματική ωριμότητα και η τάση για αυτοκαθορισμό, από την οποία πηγάζει η ανάγκη για ενεργητική συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα της μαθησιακής δραστηριότητας. Οι εμπειρίες της ζωής, η ολοκλήρωση της διαδικασίας ενηλικίωσης, οι επαγγελματικές εμπειρίες που ήδη αποκτήθηκαν καθιστούν τον ενήλικα συνειδητοποιημένο «μαθητή», αυτοδύναμο, με διάθεση να συμβάλει ενεργητικά σε όσα τον αφορούν, που δύναται να αντιμετωπίσει τη διδακτέα ύλη με περίσκεψη και ωριμότητα κάτι που λείπει από τον παιδικό πληθυσμό. Πολλές από αυτές τις εμπειρίες, γνώσεις και στάσεις είναι σχετικές με το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος και συνεπώς μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή για μάθηση καθώς και αξιοποίηση και εμπλουτισμό του εκπαιδευτικού υλικού και της μεθοδολογίας του εκπαιδευτικού οργανισμού που υλοποιεί το πρόγραμμα.
            Επίσης, ο κάθε ενήλικας, λόγω της προηγούμενης εκπαιδευτικής του εμπειρίας, έχει αποκρυσταλλώσει τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει και πολύ δύσκολα
απομακρύνεται από αυτόν. Γνωρίζει τις ικανότητες και τις αδυναμίες του, έχει «μάθει πώς να μαθαίνει» και συνέπεια αυτών των χαρακτηριστικών είναι ότι οι διεργασίες μέσα από τις οποίες μαθαίνει έχουν διαφορετική ένταση και χροιά από εκείνες που αφορούν τα παιδιά και τους εφήβους.
            Στον αντίποδα, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στη μαθησιακή εμπειρία το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενοι ενήλικες προσέρχονται στα προγράμματα εκπαίδευσης με συγκεκριμένες προσδοκίες, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με στάσεις και αντιλήψεις που έχουν διαμορφώσει απέναντι στην εκπαίδευση, στάσεις που μπορεί να έχουν διαμορφωθεί και από το σχολικό σύστημα. Επίσης, αν το πρόγραμμα επιμόρφωσης σχετίζεται με το αντικείμενο στο οποίο εργάζεται κάποιος είναι λογικό να προσέρχεται προκατειλημμένος, θεωρώντας ότι ο συγκεκριμένος χρόνος είναι χαμένος χρόνος.
            Άλλο εμπόδιο είναι οι υπάρχουσες γνώσεις, εμπειρίες και στάσεις των εκπαιδευόμενων, στις οποίες εκείνοι προσκολλώνται με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται ή να αρνούνται να προσεγγίσουν το καινούριο μαθησιακό αντικείμενο. Κάποια εμπόδια απορρέουν και από ψυχολογικούς παράγοντες (προσωπικότητα, άγχος κ.λ.π.) και οδηγούν τους εκπαιδευόμενους να αναπτύξουν μηχανισμούς παραίτησης και άμυνας απέναντι στην νέα γνώση ή μέθοδο προκειμένου να διατηρήσουν την εσωτερική τους τάξη πραγμάτων.
             Για όλους τους παραπάνω λόγους, γίνεται φανερό, πως οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν πλήρως από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών.