8.11.06

Αιτία της κακοδαιμονίας μας,
η άγνοια των αιτίων της


Κάθε αποτέλεσμα, κατά τη θεωρία της αιτιοκρατίας, έχει κάποια αιτία. Είτε αφορά φυσικά φαινόμενα, είτε την ανθρώπινη συμπεριφορά. Και ενώ στην πρώτη περίπτωση οι ειδικοί επικεντρώνουν την προσοχή τους στις πραγματικές αιτίες ευθέως και, σχεδόν πάντα, με ακρίβεια και αμεσότητα, στη δεύτερη, όταν δηλαδή μελετούμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, πολύ συχνά αποπροσανατολιζόμαστε από τα αίτια και εμμένουμε στα επιφανειακά συμπτώματα.
Έτσι σημαντικά και κρίσιμα προβλήματα -προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά και άλλα- χρονίζουν και εδραιώνονται χάρη στη δική μας επιπολαιότητα.
Όλοι, καθημερινά, στις ιδιωτικές μας συζητήσεις, αλλά και στα κάθε λογής τηλεοπτικά “παράθυρα” διαπιστώνουμε την κακοδαιμονία μας, ελεεινολογούμε τα κακώς κείμενα και ενίοτε οικτείρουμε τους οθωμανούς και βαυαρούς “υπαίτιους” της νεοελληνικής οπισθοδρόμισης και της παντελούς έλλειψης υποδομών. Δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να ερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια -τα πραγματικά- αυτής της κατάστασης.

Aπαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι βέβαια η αυτογνωσία, αρετή πολύ σπάνια στην -τεχνολογικά μόνο- προηγμένη κοινωνία μας. Κι όπου τυχόν προσπαθούμε να την εφαρμόσουμε ή και να τη διδάξουμε -ως εκπαιδευτικοί, γονείς ή άλλοι αγωνιώντες- συνήθως την περιορίζουμε στο “τι έκανα που δεν έπρεπε να κάνω;” και ποτέ δεν προχωρούμε στο πυθαγόρειο “τι θα μπορούσα να κάνω και δεν έκανα;” !
Για καθετί στραβό φταίνε οι άλλοι, “οι υπεύθυνοι”, “το κράτος” λες και “κράτος” δεν είμαστε εμείς, τα παιδιά μας οι φίλοι και συγγενείς μας αλλά μια “ουράνια πολιτεία”, οι θεόσταλτοι μεσσίες που θα έπρεπε να “ποιούν τα πάντα καλά λίαν”. Είναι γνωστό το τηλεοπτικό παραλλήρημα για το κράτος που απουσιάζει, ή, χειρότερα, φταίει, όταν πλυμμυρίζουν τα μπαζωμένα από εμάς ρέματα, όταν γκρεμίζονται πολυκατοικίες τις οποίες χτίσαμε εξοικονομώντας υλικά, όταν σκοτώνουμε και σκοτωνόμαστε τρέχοντας “με χίλια” στις εθνικές που ξέρουμε πως γλυστράνε, δε φωτίζονται, σηματοδοτούνται πλημμελώς.
Και να ήταν μόνο η συμπεριφορά των...αμαθών; Πόσες φορές είδαμε τους ταγούς του γένους μας, πολιτικούς ή πνευματικούς, ανατρέχοντας στα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας να εκθειάζουν τη δική τους συμβολή και να αυτοαποδεικνύονται οι μόνοι φιλόπατρεις, ανυστερόβουλοι και “αλάθητοι” εν αντιθέσει με όλους του άλλους!

Για να γίνει δυνατή η συμβίωση σε οργανωμένα κοινωνικά σύνολα επινοήσαμε και αποδεκτήκαμε ως θεμελιώδη αρχή την ύπαρξη του νόμου. Για να καθορίζει το τι είναι καλό και τι κακό. Για να υπηρετεί το γενικό συμφέρον. Για να αποτρέπει την αδικία. Για να υφίσταται πολιτεία και όχι χάος και αναρχία. Δεν μας διακρίνει καθόλου όμως η διάθεση για υπακοή στους νόμους, ούτε η αναγνώριση του κύρους τους.
Από τη φαινομενικά ανώδυνη υπέρβαση του ορίου ταχύτητας μέχρι τα μέγιστα εγκλήματα της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, η καθημερινή μας πρακτική είναι γεμάτη από προσπάθειες εξυπηρέτησης του προσωπικού “κέρδους”. Αλλά τι μπορεί να μας προσφέρει το προσωπικό κέρδος σε ένα κράτος που δε μπορεί να παρέχει στους πολίτες του άρτια Παιδεία, Υγεία, έργα υποδομής και επιπλέον κανείς δεν επιθυμεί την παρέμβασή του;
Η αγωγή για υποταγή στους νόμους λοιπόν θα πρέπει να είναι πρωταρχική επιδίωξή μας στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και να τυγχάνει εξαιρετικής φροντίδας και προσοχής. Και σίγουρα καλύτερη μέθοδος από το παράδειγμα του γονιού που σέβεται τους νόμους -μάλιστα δε από δική του επιλογή και όχι από το φόβο της τιμωρίας- δεν μπορεί να υπάρξει.

Είναι κοινή διαπίστωση πως κάθε πρόβλημα έχει τις ρίζες του στο θέμα της αγωγής. Εδώ, νομίζω, το πρόβλημα είναι η ίδια η Αγωγή.
Δημήτρης Ζαχαρίου