10.8.17

Η ψυχολογία του μαθητή στο σχολείο της κρίσης

Εισήγηση των: Ελένης Χανόγλου, MScΘεολόγου
και Δημήτρη Ζαχαρίου, MSc Φιλολόγου
καθηγητών Μέσης εκπαίδευσης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (ΔΕΣ)
Σχολή Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών
Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

Εκπαιδευτικό Σεμινάριο: "Κρίση χρέους στην Ελλάδα, παγκοσμιοποίηση και νέες
τεχνολογίες." 29/11/2014


Οι αλλαγές:
            Η οικονομική κρίση που βιώνει και η χώρα μας τα τελευταία χρόνια, δε θα μπορούσε να αφήσει το εκπαιδευτικό σύστημα ανέπαφο και άτρωτο.Επηρεάζει πολλούς παράγοντες που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική πράξη αλλά και στη γενικότερη διάπλαση της προσωπικότητας του παιδιού.
            Ξεκινώντας από τις πιο εμφανείς αλλαγές, σχετικές έρευνες υπολογίζουν ότι οι δαπάνες για την Παιδεία μέσα στα τελευταία επτά χρόνια μειώθηκαν κατά 49.5%, καλύπτοντας συνολικά μόλις το 2.23% επί του εθνικού ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα συγχωνεύθηκαν πάνω από 2.000 σχολεία, μειώθηκε ο αριθμός των εκπαιδευτικών κατά 30%, καταργήθηκαν διάφορες ειδικότητες, κυρίως στην επαγγελματική εκπαίδευση, μειώθηκαν οι προσλήψεις αναπληρωτών κατά 87%, οι αποδοχές των εκπαιδευτικών κατά μέσο όρο 45%, αυξήθηκε το διδακτικό τους ωράριο, αλλά και ο μέσος όρος ηλικίας τους. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι κατά την τελευταία πενταετία αυξήθηκε ο αριθμός των μαθητών που δεν πηγαίνουν σχολείο κατά 11.4%. Σε επίπεδο διοικητικό – επιστημονικό καταργήθηκαν 50 εκπαιδευτικοί οργανισμοί, ενώ στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μειώθηκε ο προϋπολογισμός για τα κατά 50%,δεν γίνονται προσλήψεις διοικητικού προσωπικού παρά τις μαζικές συνταξιοδοτήσεις και καταργήθηκαν ή συγχωνεύθηκαν πολλά πανεπιστημιακά τμήματα[1].
            Αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σύμφωνα με μελέτη του δικτύου «Ευρυδίκη[2]» που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επένδυση στην εκπαίδευση για το 2010 σε εννέα από τα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσίασε πτώση πάνω από 5%. Από την ίδια μελέτη προκύπτει ότι το 2011 και το 2012 οι αποδοχές των εκπαιδευτικών μειώθηκαν ή πάγωσαν σε 11 χώρες, ενώ το «ψαλίδι» στις δαπάνες οδήγησε επίσης στη μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού σε 10 κράτη-μέλη.


Οι συνέπειες:
            Όλες αυτές οι αλλαγές έχουν διαμορφώσει ένα κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, το οποίο διαπερνά τη συναισθηματική και ψυχολογική διάθεση των εκπαιδευτικών τη στιγμή που καλούνται να βοηθήσουν στη διαμόρφωση ευνοϊκών εκπαιδευτικών συνθηκών για τον μαθητή, να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν παιδαγωγικά όλες τις κοινωνικές και οικογενειακές δυσλειτουργίες που βιώνει σε καθημερινή βάση και να τον οδηγήσουν στην επίτευξη των μαθησιακών και εκπαιδευτικών στόχων και, συνολικά, στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

            Αυτή η πρώτη προσέγγιση, απλή και ορθολογιστική, καταδεικνύει τις συνέπειες που υφίσταται το σχολείο με έμμεση και άμεση επενέργεια στους μαθητές. Πέρα όμως από αυτό, η δεινή οικονομική κρίση έχει εισβάλει σεόλα τα σπίτια των μέσων οικονομικά και πολιτισμικά οικογενειών, τα οποίααποτελούν εξάλλου και τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη δημόσια εκπαίδευση και έχει δημιουργήσει πλήθος προβλημάτων και παρενεργειών στους μαθητές. Αυτά μεταφέρονται από το σπίτι στο σχολείο, όπου και παρατηρούνται πρωτόγνωρα οδυνηρές καταστάσεις.
            Σύμφωνα με στοιχεία της ΟΛΜΕ, η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς των μαθητών αυξάνεται με φρενήρεις ρυθμούς με αναφορές σε συμμορίες, ξυλοδαρμούς παιδιών, επιθετική συμπεριφορά εντός και εκτός σχολικού χώρου. Η Εισαγγελία Ανηλίκων έρχεται αντιμέτωπη καθημερινά με απίστευτα περιστατικά, όπου πρωταγωνιστούν μαθητές, οι οικογένειες των οποίων βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση.Εισαγγελική πηγή δήλωσε στην εφημερίδα "Έθνος" πως η οικονομική κρίση χτυπάει τα Ελληνόπουλα σε πολλά μέτωπα, ενώ πληθαίνουν τα παιδιά που βιώνουν την κακοποίηση πια όχι μόνο μέσα από τις κλασικές μεθόδους ξυλοδαρμού ή σεξουαλικών εγκλημάτων, αλλά την κακοποίηση που γεννούν η φτώχεια, η ανέχεια και η ανεργία.
            Οι επιπτώσεις ψυχοκοινωνικών αντιξοοτήτων, όπως π.χ. η φτώχεια στα παιδιά, μπορεί να είναι έμμεσες και άμεσες. Πιο συγκεκριμένα, η φτώχεια μπορεί να οδηγήσει σε σκληρή και τιμωρητική στάση των γονέων (άμεση επίδραση) και τελικά σε αντικοινωνική συμπεριφορά (έμμεση επίδραση).Η οικονομική δυσπραγία των γονέων, η αύξηση της ανεργίας και η ευρύτερη κοινωνική αποδιοργάνωση αντικατοπτρίζονται φανερά πλέον στην καθημερινότητα του σχολείου. Οι μαθητές δεν έχουν την δυνατότητα νααγοράσουν τα απαραίτητα για την παρακολούθηση του σχολείου, ενώ έντονη είναι και η αδιαφορία απέναντι στη σχολική τάξη και τις απαιτήσεις της. Οι γονείς, έχοντας πολύ πιο άμεσα προβλήματα επιβίωσης να αντιμετωπίσουν,παραμελούν τη σχολική επίβλεψη των παιδιών τους.Όπως αναφέρεται σε έρευνα της επίκουρης καθηγήτριας Παιδιατρικής –Εφηβικής Ιατρικής Άρτεμης Κ. Τσίτσικα «η αλλαγή του τρόπου ζωής και της καθημερινότητας των οικογενειών στα χρόνια της ύφεσης και των μνημονίων έχει συνέπεια οι γονείς να συμμετέχουν λιγότερο στη φροντίδα των παιδιών, να μην είναι πολύ στοργικοί και να είναι ασυνεπείς σε θέματα πειθαρχίας. Το αποτέλεσμα είναι, αυτό το οικογενειακό κλίμα, να θέτει τους εφήβους σε κινδύνους, με πιθανές αρνητικές εξελίξεις, όπως οξυθυμία, εκπαιδευτικές δυσκολίες και αντικοινωνική συμπεριφορά»[3].
            Μια πιο πρόσφατη ανάλυση έρευνας του 2014 από τη Unicef[4] με τίτλο «Τα παιδιά της ύφεσης» διαπιστώνεται ότι παρά τις έντονες προσπάθειες των οικογενειών να προστατεύσουν το παιδί τους από τις χειρότερες συνέπειες της κρίσης, οι Έλληνες μαθητές αποκάλυψαν πως έχουν βαθιά επίγνωση των προβλημάτων που επηρεάζουν το άμεσο περίγυρο τους.Ο αριθμός των ατόμων που δηλώνει πως η οικογένειά του δε βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση διπλασιάστηκε από το 7,2% το 2006 στο 14,5% το 2014.Μεγάλο ποσοστό ανέφερε πως η οικονομική κατάσταση της περιοχής όπου ζει έχει χειροτερέψει, πάνω από 5% δήλωσαν πως η οικογένειά τους αδυνατεί να τους εξασφαλίσει τροφή και σχεδόν 30% δήλωσαν πως η οικογένειά τους έχει πάψει να κάνει ταξίδια διακοπών. Η οικονομική δυσπραγία επηρεάζει και τις οικογενειακές σχέσεις, όπως φαίνεται από τη μερίδα εκείνων οι οποίοι δηλώνουν ένταση και καβγάδες εντός της οικογένειάς τους σε ποσοστό 27%.
Όσον αφορά τις κοινωνικές ανισότητες, νεότερες κυρίως απόψεις τονίζουν πως αυτές αυξάνουν τα προβλήματα ψυχικής υγείας. Πιο συγκεκριμένα, παιδιά που μεγαλώνουν σε μακροχρόνια φτώχεια παρουσιάζουν συναισθηματικά προβλήματα (π.χ. άγχος, δυστυχία), ενώ εκείνα που ζουν για λίγο σε συνθήκες φτώχειας παρουσιάζουν προβλήματα, όπως υπερκινητικότητα και συγκρούσεις με συνομηλίκους.
            Και είναι πολύ σημαντικό να έχουμε υπόψη πως οι ανισότητες και η κακή ψυχική υγεία σχετίζονται με χειρότερη έκβαση της κατάστασης των παιδιών στην ενήλικη ζωή. Μεταξύ άλλων, η κακή ψυχική υγεία στην παιδική ηλικία συνδέεται με άλλα προβλήματα υγείας στη νεαρή ενήλικη ζωή (π.χ. χρήση ουσιών, βία, μικρότερη εκπαιδευτική πρόοδος, κακή αναπαραγωγική και σεξουαλική ζωή), ενώ υψηλότερα ποσοστά ψυχικών διαταραχών στην ενήλικη ζωή συνδέονται με πολλαπλά μειονεκτήματα στην παιδική ηλικία (π.χ. διαζύγιο γονέων, οικονομική δυσπραγία, ψυχική νόσος γονέα).

            Η αύξηση του άγχους, η αύξηση της βίας και η μείωση της επίδοσης στο σχολείο οδηγούν και σε μια νέα πραγματικότητα, τη σχολική διαρροή, καθώς πολλά παιδιά δε μπορούν να πηγαίνουν στο σχολείο, την στιγμή που στο σπίτι τους, στην οικογένεια τους, δεν υπάρχουν τα αναγκαία για τη σίτιση και ένδυσή τους. Όμως σχολική διαρροή δεν είναι απλά ένα σύμπτωμα που απορρέει από την οικονομική κρίση, αλλά αποτυχία του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος.
            Για να εξετάσουμε όμως το θέμα σφαιρικά θα πρέπει να θυμηθούμε ότι και πριν την οικονομική κρίση υπήρχαν προβλήματα με βαθύτερα αίτια. Ο περιορισμένος χρόνος των γονέων μαζί με τα παιδιά, τα προβλήματα σχέσεων και το διαζύγιο, η έλλειψη κοινωνικών υποστηρικτικών δομών, προκαλούσαν και προκαλούν αποσταθεροποίηση στο περιβάλλον, μεγάλα κενά στη κοινωνικοποίηση και διαπαιδαγώγηση του παιδιού, προβληματική συμπεριφορά και παραβατικότητα σε παιδιά και εφήβους[5].
            Τα προβλήματα αυτά υπάρχουν και αυξάνονται περαιτέρω λόγω έλλειψης θετικών συναισθημάτων για τη μάθηση, που έχει υποβιβαστεί σε μεγάλο βαθμό σε στείρα αποστήθιση. Επίσης η περιορισμένη καλλιέργεια θετικού κλίματος στο σχολείο υπονομεύει την ουσιαστική μάθηση και αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών όπως και μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού όμως,  καθίσταται ολοένα και πιο καθοριστικός όχι μόνο στην εκπαιδευτική πορεία των  μαθητών αλλά και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας τους, καθώς περιορίζεται ο κοινωνικοποιητικός ρόλος της οικογένειας.
Τα στατιστικά αποτελέσματα ερευνών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (2007) φανερώνουν αυτό που όλοι ζούμε στο χώρο της εκπαίδευσης, ότι δηλαδή από τα ελληνικά σχολεία απουσιάζει η χαρά της μάθησης, της συνεργατικότητας, της ανάδειξης νέων οριζόντων. Τα θετικά συναισθήματα είναι περιορισμένα και αυτό γιατί δεν καλλιεργούνται συστηματικά βαθύτερες ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των μαθητών, ούτε μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών, ούτε μεταξύ γονέων και δασκάλων. Αυτή η πραγματικότητα επηρεάζει αρνητικά όλη τη διαδικασία της μάθησης[6].
Ένα άλλο πρόβλημα, που λαμβάνει νέες μορφές και μεγαλύτερες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια είναι η βίαιη και επιθετική συμπεριφορά στο σχολείο, αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν σχολικό εκφοβισμό ή bulling. Ο Νταν Ολβές (Olweus)[7] ορίζει ως εκφοβισμό ή θυματοποίηση την κατάσταση στην οποία ο μαθητής εκτίθεται επανειλημμένα και για κάποιο χρονικό διάστημα σε αρνητικές πράξεις άλλου ή άλλων μαθητών, που εκδηλώνονται ως μορφές επιθετικής συμπεριφοράς.
            Οι λόγοι και οι παράγοντες που προκαλούν έκρυθμες καταστάσεις στη σχολική ζωή και την οδηγούν σε αποδιοργάνωση τόσο την ίδια όσο και τα άτομα που συμμετέχουν σ' αυτή δεν εντοπίζονται απλά σε ατομικά χαρακτηριστικά και αιτίες, αλλά είναι μέρος του κοινωνικού περίγυρου στον οποίο εμφανίζονται.
            Μην ξεχνάμε επίσης, ότι στο σχολείο, κάθε επιθετική συμπεριφορά των μαθητών αντιμετωπίζεται ως στοιχείο που διαταράσσει τη σχολική λειτουργία. Η σχολική παρέμβαση επιδιώκει την αποκατάσταση της «πειθαρχίας», δηλαδή την υπακοή σε εντολές και κανόνες, κάτι που ουσιαστικά αποτελεί τιμωρία. Το ζητούμενο είναι η συμμόρφωση των μαθητών σε μια συμπεριφορά δια μέσου εξαναγκασμού και επιβολής εξωγενών προτύπων. Έτσι, η «πειθαρχία» με την παραδοσιακή της σημασία δεν οδηγεί σε καμιά περίπτωση στην αυτοπειθαρχία αλλά σε τυφλή υπακοή στις επιθυμίες του πιο ισχυρού. Πρόκειται για αλλαγή συμπεριφοράς, η οποία στηρίζεται στο φόβο και, ψυχολογικά, δε διαφέρει από τη θυματοποίηση.
            Ακόμα μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες που βιώνουν οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και τα παιδιά με αναπηρίες, τα οποία έχουν περιορισμένη έως μηδενική υποστήριξη, ενώ συγχρόνως, οι απαιτήσεις του Αναλυτικού Προγράμματος, δεν διαφοροποιούν τους στόχους τους.
            Υψηλό είναι και το άγχος των εκπαιδευτικών, είτε λόγω έλλειψης δεξιοτήτων διαχείρισης, είτε λόγω έλλειψης επιμόρφωσης σε καίρια κομμάτια του παιδαγωγικού τους ρόλου στο σχολείο, είτε λόγω πολλαπλών πιέσεων και αρμοδιοτήτων με τις οποίες είναι επιφορτισμένοι. Και αυτό αντανακλάται βεβαίως στις σχέσεις τους με τους μαθητές.

Προτάσεις:
            Πώς λοιπόν μπορεί να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω καταστάσεις; Ασφαλώς και δεν είναι της παρούσας να προτείνουμε λύσεις οικονομικού ενδιαφέροντος και αφού όλοι παραδεχόμαστε πως η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, θα επικεντρωθούμε σε προτάσεις που αφορούν γονείς, εκπαιδευτικούς και φορείς της εκπαίδευσης.
            Αυτό που πρώτα πρέπει να κάνουν οι γονείς είναι να ενημερώνουν τα παιδιά τους για την κατάσταση που αντιμετωπίζει η οικογένειά τους. Όπως τονίζουν ειδικοί παιδοψυχολόγοι[8]«Ανάλογα με την ηλικία των παιδιών, αλλάζει και ο τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος… Στα παιδιά προσχολικής ηλικίας ή και των πρώτων σχολικών τάξεων δεν χρειάζονται λεπτομέρειες. Ο τρόπος της ενημέρωσης πρέπει να είναι καθησυχαστικός». Στα μεγαλύτερα παιδιά οφείλουμε να εξηγήσουμε εκτενέστερα για την κρίση και τις επιπτώσεις στη ζωή της οικογένειας.Ο καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια RondConger[9], συμβουλεύει να μην κρύβουμε την αλήθεια, να παραδεχόμαστε την αγωνία μας γιατί αν τα παιδιά δεν ξέρουν τι συμβαίνει, η απειλή είναι μεγαλύτερη για αυτά, ενώ η ένταση και οι συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια είναι ίσως η μεγαλύτερη δοκιμασία που περνούν σε τέτοιες περιόδους.
            Οι έφηβοι και οι νέοι επηρεάζονται από τον καταιγισμό αρνητικών πληροφοριών, τις στατιστικές και την τρομολαγνεία των ΜΜΕ και εμφανίζουν σημάδια παραίτησης,θεωρώντας πώς δεν υπάρχει νόημα στη ζωή και πολύ περισσότερο στη μόρφωση και τα πανεπιστημιακά πτυχία. Ας τους αποτρέπουμε από τέτοιου είδους αρνητικές προφητείες και ας τους υπενθυμίζουμε ότι οι οικονομίες πάντα λειτουργούν με κύκλους ύφεσης κι ανάπτυξης. Μπορούμε να αναζητήσουμε, γιατί υπάρχουν, παραδείγματα νέων που προοδεύουν και πετυχαίνουν, ακόμα και σε συνθήκες έντονης κρίσης. Να τους διδάξουμε το σεβασμό στην αξία του ανθρώπου μέσα από θετικά παραδείγματα όπως εθελοντικές οργανώσεις, δράσεις αλληλεγγύης καθώς και μέσα από ποιοτικό χρόνο που θα τους αφιερώνουμε εμείς. Πάνω απ’ όλα με το παράδειγμά μας ας προσεγγίσουμε τον πιο αδύναμο, ας πάρουμε την πρωτοβουλία να δραστηριοποιηθούμε και εμείς στην αρωγή και αλληλεγγύη. Αυτό θα τους κάνει να νιώσουν ασφαλείς, γιατί βλέπουν ανθρωπιά. Θα τους κάνει να νιώσουν πιο δυνατοί γιατί εκείνος που επιμένει να λειτουργεί καλοπροαίρετα, δύσκολα τον αγγίζει ο φόβος.
            Ας θυμίσουμε στα παιδιά μας ότι το χρήμα δεν είναι το παν. Αν έχουμε τα απολύτως απαραίτητα, μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένα σε μια οικογένεια, όπου υπάρχει το ψυχικό απόθεμα αγάπης κι αισιοδοξίας. Τα παιδιά δεν θα στερηθούν τόσο τα υλικά αντικείμενα, κι αν και πολλές φορές φαίνεται να προσκολλώνται σε αυτά, είναι γιατί τους λείπουν άλλα ουσιαστικότερα. «Ας κάνουμε μια επανεκτίμηση των προτεραιοτήτων μας, προσπαθώντας να εξοικονομήσουμε πόρους για τα απαραίτητα.Ας προτείνουμε στα παιδιά και ας τα παραδειγματίσουμε με εναλλακτικές μορφές διασκέδασης, όπως οι συγκεντρώσεις φίλων σε σπίτια, ακόμη και εναλλακτικές μορφές διακοπών (εξοχικά σπίτια φίλων, κάμπινγκ), που μπορεί να αποδειχθούν ακόμη πιο ευχάριστες από τις πολυδάπανες μορφές που έχουμε συνηθίσει[10]».
            Αλλά και οι πνευματικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, σε όποιες οικογένειες καλλιεργούνται, προσφέρουν αντοχή και ελπίδα, παρηγοριά και δύναμη στις δυσκολίες.«Η χριστιανική θρησκεία» αναφέρει ο Αλβανίας Αναστάσιος,«κατεξοχήν τονίζει την προσωπική και πνευματική αξία του κάθε φτωχού, και το χρέος της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης για την υπέρβαση της φτώχειας. Συγχρόνως καθορίζει τη λιτότητα και την αυτάρκεια ως μορφή ζωής, πράγμα που άμεσα συμβάλλει και στην ανακούφιση άλλων που έχουν ανάγκη. Διακηρύσσει, ως απόλυτη αρχή της πνευματικής ζωής, τη χωρίς κανένα σύνορο και όριο αγάπη[11]».

            Στο χώρο του σχολείου, τώρα, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το σχολείο αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας και σ’ αυτό αντανακλώνται τα κάθε είδους προβλήματα. Δεν είναι δυνατό βέβαια να δώσει λύσεις σε οικονομικά αδιέξοδα, κοινωνικές παθογένειες και ατομικά προβλήματα. Πολλά όμως εξαρτώνται από τη σχολική κουλτούρα και το εκπαιδευτικό ήθος, τις προσδοκίες των μαθητών και την επένδυση της κοινωνίας[12] σε ένα νέο «εκπαιδευτικό συμβόλαιο»που θα εμπεδώσει κλίμα ηρεμίας. Οι σύγχρονες τάσεις στο χώρο της Σχολικής Ψυχολογίας δίνουν έμφαση σε προσεγγίσεις που δημιουργούν θετικό κλίμα και ευνοούν τόσο τη μάθηση, όσο και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη στο χώρο του σχολείου.«Ένας από τους παράγοντες που ενισχύουν τη ψυχική ανθεκτικότητα των μελών της σχολικής κοινότητας είναι η δυνατότητά τους να δημιουργούν δίκτυα με άλλους εκπαιδευτικούς και μαθητές με τους οποίους μοιράζονται κοινές αξίες, προβληματισμούς, οράματα και στόχους τους οποίους μπορούν να υλοποιούν μέσα από κοινές δράσεις[13].
            Το σχολείο μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικότατο ρόλο μέσα στα πλαίσια πάντα των δυνατοτήτων που προσφέρει το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Εμείς οι καθηγητές,που συνήθως επικεντρωνόμαστε στο γνωστικό αντικείμενο γιατί μας κυνηγά η«διδακτέα ύλη», πρέπει να αντιληφθούμε τη σημασία του να λειτουργήσει το σχολείο ως χώρος συμπαράστασης, ψυχολογικής υποστήριξης και, παράλληλα με τον παιδαγωγικό – διδακτικό μας ρόλο, να προσφέρουμε ισορροπία, γαλήνη και αυτοπεποίθηση στους μαθητές.Οι λύσεις που προτείνονται αφορούν τέσσερα στάδια που στηρίζονται στην αισιοδοξία, στην ενθάρρυνση και στην ενίσχυση[14].
            Το πρώτο βήμα, είναι η διαμόρφωση μιας διαφοροποιημένης στάσης προς τους μαθητές. Η νέα στάση αφορά περισσότερο την εμπιστοσύνη του δασκάλου προς τους μαθητές του, την εκτίμηση, τη συμπαράσταση, την παροχή συναισθηματικής βοήθειας, την έμφαση στην ενίσχυση και επαύξηση των δυνατοτήτων τους παρά στην αναπλήρωση των ελλειμμάτων τους. Πρέπει να ακούσουμε τα παιδιά μας και παράλληλα να φροντίσουμε να αναπτύξουν δεξιότητες και την κριτική ικανότητα, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες και τις ανάγκες της ζωής. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό να ασχοληθούμε ουσιαστικά με συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φόβος, το άγχος και η θλίψη. Να τους προτείνουμε πώς να τα διαχειρίζονται,πώς να κρίνουν αν αυτό που τους έρχεται να πουν ή να κάνουν την κάθε στιγμή είναι πραγματικά το καλύτερο που μπορούν να κάνουν. Μέσα από καλά σχεδιασμένες δράσεις διαχείρισης συναισθημάτων και ανάπτυξης συναισθηματικής νοημοσύνης, θα πρέπει να κατανοήσουν τα παιδιά ότι κάθε συναίσθημα έχει έναν σκοπό και η έκφρασή τους μέσα στην τάξη μπορεί να βελτιώσει τη συναισθηματική ατμόσφαιρα και να βοηθήσει στην εκτόνωση συγκρούσεων.
            Το δεύτερο βήμα αφορά στην εστίαση των εκπαιδευτικών στα πραγματικά προβλήματα που έχουν νόημα για τους μαθητές και στην δημιουργία εννοιών και συνδέσεών τους με πραγματικές καταστάσεις της ζωής τους, ώστε να γίνει το μάθημα αν όχι ευχάριστο, τουλάχιστο ενδιαφέρον.
            Το τρίτο βήμα αναφέρεται στην εφαρμογή νέων στρατηγικών διδασκαλίας, που εστιάζουν στην ενθάρρυνση των μαθητών, στην παροχή υποστήριξης τους και στην αναγνώριση του διαλόγου ώστε να δημιουργηθεί κλίμα αποδοχής, έλξης και συνεργασίας (συμμετοχή μαθητών, project, βιωματικές δράσεις, μαθαίνω παίζοντας, σημασία στην διαμόρφωση αυτοεικόνας και αυτοπεποίθησης).
            Τέταρτο βήμα αποτελεί η άμεση σχέση σχολείου - σπιτιού. Οι εκπαιδευτικοί με τους γονείς πρέπει να βρίσκονται κοντά, να αλληλεπιδρούν και με κοινή στόχευση να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που παρουσιάζονται στους μαθητές. Η επικοινωνία σχολείου σπιτιού σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες βοηθά τους μαθητές να νιώθουν πιο ευχάριστα στο σχολείο, να αποδίδουν περισσότερο στα μαθήματα και να βλέπουν με καλύτερο μάτι τους δασκάλους τους.
            Επομένως, εφόσον αποδεχτούμε εμπράκτως, όπως αυτό έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά,  ότι το σχολείο και ο εκπαιδευτικός αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες  κοινωνικής συνοχής και  οικονομικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ανάπτυξης μιας χώρας, τότε θα πρέπει και από την πλευρά των ασκούντων την εκπαιδευτική πολιτική όχι μόνο να προστατευτούν ως σημαντικοί θεσμοί, αλλά και να ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα ενισχύσουν  το θεσμικό ρόλο που τους έχει ανατεθεί από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα.

            Κυρίες και κύριοι,
θα ήθελα να κλείσω με ένα λόγο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ.κ. Αναστάσιου, ο οποίος με δύο λόγια συνοψίζει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να βγούμε σύντομα, καλύτεροι και δυνατότεροι από την οικονομική κρίση που πλήττει τον λαό μας: «Στή διάρκεια μεγάλων δοκιμασιῶν, ὁπότε οἱ κοινωνίες φθάνουν σέ ὁριακά σημεῖα ἀντοχῆς, ἀναδύονται σπάνιες ἀρετές κρυμμένες στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἡ φιλαλήθεια, ἡ γενναιότητα, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ αὐταπάρνηση, ἡ δικαιοσύνη, ἡ φιλαλληλία. Αὐτά καί σήμερα ἀποτελοῦν πολύτιμα ἀντισώματα στίς λιποθυμικές τάσεις τοῦ κοινωνικοῦ μας σώματος[15]».

            Η λύση, λοιπόν, της σημερινής κρίσης βρίσκεται στα χέρια της οικογένειας και των δασκάλων. Αυτοί είναι που θα δώσουν στα παιδιά το καινούριο πρότυπο της αυτογνωσίας, της αυτάρκειας και της αυτοπραγμάτωσης. Η Παιδεία να γίνει το έδαφος πάνω στο οποίο θα ορθωθεί το νέο οικοδόμημα της ανάπτυξης.



























[1]Ζώνιου-Σιδέρη, Α.  «Η ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα στην εποχή της οικονομικής κρίσης: μια κριτική τοποθέτηση», διάλεξη που δόθηκε στα πλαίσια των Σεμιναρίων Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης 28/7/2014, πηγή:http://www.zougla.gr/omogenia/article/i-epiptosis-tis-ikonomiki-krisis-stin-eliniki-pedia
[2]«Χρηματοδότηση της Εκπαίδευσης στην Ευρώπη: Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης», δίκτυο «Ευριδίκη» Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2010

[3]Άρτεμης Κ. Τσίτσικα, επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Εφηβικής Υγείας στη Β΄Παιδιατρική Κλινική του Νοσοκομείου Παίδων «Π.&Α.Κυριακού»,Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στους εφήβους και την οικογένεια, http://youth-health.gr/thematikes-enotites/genika-gia-tin-efibeia/oi-epiptoseis-tis-oikonomikis-krisis-stous-efibous-kai-tin-oikogeneia#.VGsIFMlqOIp

[5]Μαυραγάνης, Δ., Παιδική και εφηβική παραβατικότητα: Παθογενή αίτια…, Προβληματισμοί, 36, Ελληνική ΕταιρείαΣτρατηγικών Μελετών, 2006.
[6] Rogers, 1969, 1980
[7]Olweus, Dan,Bulling at school: what we know and what we can do, Wiley, 1993
[8]Α. Καππάτου, Τα παιδιά των μνημονίων, www.akappatou.gr

[9]R.D. Conger, 10 Secrets to Help Your Children Handle This Financial Crisis, στο“Economic Stress, Coercive family Process, and Developmental Problems of Adolescents,” Child Development, v65, n2, Apr 1994, pp 541-561.
[10]Ζαχαρίου Δημήτρης, Σχολείο και οικονομική κρίση, http://zachariou99.blogspot.gr/2013/11/blog-post_17.html
[11] Αναστάσιος Γιαννουλάτος,Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας,Αλληλεγγύη η απάντηση στην κρίση, συνέντευξη στην εφημ. «Μακεδονία» 3/4/2010, http://www.makthes.gr/news/politics/53346/
[12]Marten Shipman, The limitations of social research, 3rd ed., Longman, London-NY 1988, p. 16
[13]Κέντρο Έρευνας και ΕφαρμογώνΣχολικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών,  Διεθνές Πρόγραμμα κατάρτισης εκπαιδευτικών και παρέμβασης για την προαγωγήτου θετικού κλίματος και της ψυχικήςανθεκτικότητας στη σχολική κοινότητα«WeC.A.R.E» (κύρια φάση, 2013-2014)
[14]Ζαχαρίου Δημήτρης, ό.π.
[15] Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Οικονομική κρίση – ο ρόλος της εκκλησίας, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών,Κρήτη, 3 Σεπτεμβρίου 2012.
Οι ανάγκες εκπαίδευσης
στην παγκοσμιοποιημένη κοινότητα

Εισήγηση των: Δημήτρη Ζαχαρίου, MSc Φιλολόγου
και Ελένης Χανόγλου, MSc Θεολόγου
καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης

 2ο Διεθνές Συνέδριο
...για να ξαναφανταστούμε το σχολείο...
Θεσσαλονίκη, 24, 25 και 26 Σεπτεμβρίου 2015
Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής
Σχολή Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Κυρίες και κύριοι,
            Ο όρος παγκοσμιοποίηση έχει ταυτιστεί με την απελευθέρωση των αγορών και των ιδιωτικών συναλλαγών πέρα από τα εθνικά σύνορα δημιουργώντας διεθνή ανταγωνισμό σε οικονομικό επίπεδο. Σχετίζεται επίσης με τεχνολογικές αλλαγές και εξελίξεις που διευκολύνουν τις συναλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα και αναδεικνύουν την τεχνολογία ως πηγή πλούτου και δείκτη οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας. Παράλληλα όμως υπάρχει και η πολιτισμική διάσταση της παγκοσμιοποίησης. Τα έντονα φαινόμενα μετακινήσεων, κυρίως προς αναζήτηση εργασίας, που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στις διάφορες χώρες, καθώς και η κοινωνική κινητικότητα, είχαν ως αποτέλεσμα την αλλαγή της μορφής και της δομής των κοινωνιών, των «θρησκευτικών ομάδων», των «πολιτικών ταυτότητας» και των πολιτισμικών στοιχείων.
            Μέσα σε αυτές τις διεργασίες η εκπαίδευση κατέχει σημαντική θέση και μάλιστα η σχολική εκπαίδευση αναγνωρίζεται ως βασική πηγή πληροφόρησης και παροχής γνώσης στη νέα εποχή της κοινωνίας της γνώσης. Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές η παγκοσμιοποίηση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εκπαίδευση στις μέρες μας τόσο σε εθνικό, όσο και διεθνές επίπεδο. Το εθνικό κράτος, τής μετά την Αναγέννηση εποχής, που αποτελούσε μέχρι τώρα κυρίαρχο φορέα εκπαίδευσης, καλείται τώρα να αναθεωρήσει το ρόλο και τις πρακτικές του, αν θέλει να παραμείνει η παιδεία δημοκρατικό δικαίωμα όλων των πολιτών και να μην αποδυναμωθεί ο ρόλος του τόσο από την εμπορευματοποίηση, διεθνοποίηση και ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, όσο και από τις όλο και περισσότερες παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών.
            Ποιος όμως θα πρέπει να είναι ο ρόλος του κράτους και κυρίως ποιο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης είναι ένα πρόβλημα που αν απασχολούσε την Αθηναϊκή κοινωνία του 5ου αιώνα π.Χ. πόσο περισσότερο θα πρέπει να απασχολεί εμάς σήμερα; Αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά: «Δεν έχουν, πράγματι, όλοι την ίδια γνώμη για το τι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι… Αν ξεκινήσουμε από την εκπαίδευση που παρέχεται σήμερα, η έρευνά μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη σύγχυση, καθώς δεν είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να προσφέρει αυτά που είναι χρήσιμα για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση».
            Στις μέρες μας, η παγκοσμιοποίηση έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για περεταίρω εκπαίδευση και ειδίκευση. Το γεγονός ότι όσο παραγωγικότερο είναι το εργατικό δυναμικό, τόσο περισσότερα κέρδη εξασφαλίζει το κεφάλαιο, οδηγεί στην ανάγκη για δημιουργία «των καλύτερων υποδομών, του καλύτερου εργατικού δυναμικού, του καλύτερου περιβάλλοντος για έρευνα και καινοτομίες. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η υψηλότερη παραγωγικότητα και έρχεται η ευημερία για όλους». Έτσι οι πολυεθνικές επιδιώκουν να εδρεύουν και να δραστηριοποιούνται σε χώρες που είναι ανεπτυγμένες και αξιόπιστες όσον αφορά τις γνώσεις, τις δεξιότητες, τις μεταφορές και τις επικοινωνίες και ταυτόχρονα ασκούν πιέσεις στα κράτη ώστε να προσφέρουν ευκαιρίες εκπαίδευσης και εξειδίκευσης στους τωρινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους.
            Ακόμα και ο Ο.Η.Ε. μέσω της Έκθεσης του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την κατάρτιση και την απασχόληση του 2000 παραδέχεται ότι  «Η  εκπαίδευση θα έπρεπε να προετοιμάζει τους νέους για ευέλικτη επαγγελματική σταδιοδρομία και την πιθανότητα πολλών αλλαγών επαγγέλματος κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Θα έπρεπε να προωθεί μία θετική εικόνα για την επιχείρηση και την επιχειρηματικότητα…» και λίγο παρακάτω «…είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε αναγκαία η προαγωγή της απασχολησιμότητας του καθενός από το εκπαιδευτικό σύστημα, με την ανάδειξή της σε κύριο καθήκον της βασικής εκπαίδευσης».
            Αυτή η πραγματικότητα προκαλεί δύο, κατά βάση, αντιμαχόμενες θέσεις. Από τη μια οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης που προσδοκούν την κατάργηση των αποστάσεων, τη πτώση των συνόρων, τη βαθμιαία προσέγγιση των ανθρώπων μέσα από τη συνειδητοποίηση των κοινών αξιών και της κοινής τους μοίρας. Από την άλλη, οι σκεπτικιστές και ριζοσπάστες, που ταυτίζουν την παγκοσμιοποίηση με την εξάπλωση ενός στυγνού νεοφιλελευθερισμού, που κάνουν λόγο για εταιρείες γίγαντες και έθνη νάνους, και συνδέουν την παγκοσμιοποίηση με τη διαιώνιση της εκμετάλλευσης, τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την εμπορευματοποίηση της γνώσης και την κατάλυση κάθε δημόσιας κοινωνικής παροχής–μεταξύ αυτών και της δημόσιας εκπαίδευσης.

            Κυρίες και κύριοι,
όποια θέση κι αν υποστηρίζει κανείς, θεωρώ ότι κοινή συνισταμένη είναι η παραδοχή των ραγδαίων αλλαγών και η υποχρέωσή μας να τις ακολουθήσουμε!
            Το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα αδυνατεί να προσφέρει στους ενδιαφερόμενους τη μετάβαση σε υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης με έναν ευέλικτο και περισσότερο εξατομικευμένο τρόπο. Πρέπει να προχωρήσει με γενναία βήματα σε ένα σύνολο αλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη ότι, πέραν της τυπικής εκπαίδευσης, σπουδαίο ρόλο κατέχει πλέον και η μη τυπική και η άτυπη εκπαίδευση.

            Πρωταρχική αναγκαιότητα αποτελεί η ολοκληρωμένη κατάρτιση στην Τεχνολογία των Πληροφοριών και της Επικοινωνίας. Η Πληροφορική, κατά τον παιδαγωγό SeymourPapert (Σίμουρ Πέιπερτ), είναι η «νέα γλώσσα» που οφείλουν να ξέρουν όλοι για να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τα πανίσχυρα εργαλεία της, τους υπολογιστές. Αποτελεί επείγουσα εκπαιδευτική προτεραιότητα των προηγμένων κρατών καθώς όλοι οι σύγχρονοι επιστήμονες (Φυσικοί, Χημικοί, Βιολόγοι, Οικονομολόγοι, Κοινωνιολόγοι, Ψυχολόγοι κ.ά.) όλο και περισσότερο χρησιμοποιούν την πληροφορική για να μπορούν να περιγράφουν, να μελετούν και να επιλύουν προβλήματα, αφού οι υπολογιστές τους δίνουν τη δυνατότητα να μελετούν πολύπλοκα συστήματα και να χειρίζονται τεράστιες ποσότητες πληροφορίας, κάτι που ήταν αδύνατο στο παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο η ραγδαία ανάπτυξη της Πληροφορικής έχει ήδη συμβάλει στην ανάπτυξη και των άλλων επιστημών. Συνεπώς οι υποψήφιοι νέοι επιστήμονες χρειάζεται, πέρα από τις απλές δεξιότητες χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, που θα πρέπει να έχουν κατακτήσει στην υποχρεωτική εκπαίδευση, να μιλούν τη «γλώσσα της πληροφορικής», όχι μόνο για να συμβάλουν στην έρευνα που αφορά στην επιστήμη τους, αλλά και για να κατανοήσουν τις πρόσφατες εξελίξεις και τις ήδη καθιερωμένες πρακτικές της.
            Δεύτερη, εξίσου σημαντική και αναγνωρισμένη, αναγκαιότητα αποτελεί η εκμάθηση ξένων γλωσσών με κυρίαρχη πλέον την Αγγλική. Στις σημερινές συνθήκες η Αγγλική γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με πολλούς τομείς που επηρεάζουν άμεσα την κοινωνική και οικονομική ζωή των πολιτών. Παράγοντες όπως η έκρηξη της τεχνολογίας, η πολύγλωσση-πολυπολιτισμική σύνθεση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία, η ευρωπαϊκή πολιτική για μια «κοινωνία της γνώσης», η ελεύθερη κυκλοφορία ατόμων, αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και η διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων απασχόλησης διαφοροποιούν τις στάσεις και τις ανάγκες των πολιτών και επιβάλλουν πολύ καλή γνώση ξένων γλωσσών. Η αποτελεσματική, επομένως, και ολοκληρωμένη εκμάθηση της Αγγλικής, με την αναγκαία πιστοποίησή της, στο πλαίσιο του σχολικού προγράμματος, αποτελεί αδήριτη ανάγκη για τους αυριανούς πολίτες και εργαζόμενους.
            Οι δύο παραπάνω περιπτώσεις αναγνωρίστηκαν και εντάχθηκαν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αν και οι ειδικοί διαπιστώνουν ελλείψεις και ανακολουθίες στη συνεπή υποστήριξή τους. Μια άλλη αναγκαιότητα που παρουσιάστηκε τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά βρίσκεται ακόμα σε νηπιακό στάδιο ανάπτυξης είναι η διά βίου παιδεία.
            Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, οι εξελίξεις στο οικονομικό-τεχνολογικό επίπεδο προκάλεσαν σημαντική διαρθρωτική ανεργία λόγω έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού και ταυτόχρονα απαξίωση των δεξιοτήτων του υπάρχοντος προσωπικού. Οι τότε κυβερνήσεις, για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, προώθησαν προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης που σχετίζονταν με την απασχόληση. Η εκπαίδευση ενηλίκων με λίγα λόγια, τέθηκε στην υπηρεσία της οικονομικής ανταγωνιστικότητας και της απασχολησιμότητας. Πολύ σύντομα όμως έγινε αντιληπτό ότι αυτή η μονομερής αντιμετώπιση της εκπαίδευσης ενηλίκων, από την οικονομική μόνο σκοπιά, ήταν ανεπαρκής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και τέθηκε πλέον επιτακτικά το αίτημα για έμφαση στις κοινωνικές ανάγκες των ατόμων, στη σύσφιξη της κοινωνικής συνοχής, στη συμμετοχή όλων στα πεδία που τους αφορούν: στην πολιτική, στην τοπική κοινωνία, στην εκπαίδευση, στις πολιτικές απασχόλησης. Για να επιτευχθούν όλα τα ανωτέρω, θα έπρεπε αφενός να δημιουργηθούν νέα, αυτοτελή προγράμματα που να προσφέρουν αυτές τις κοινωνικές δεξιότητες και τις δεξιότητες μάθησης. Αφετέρου, θα έπρεπε τα προγράμματα κατάρτισης και επιμόρφωσης να εμπλουτιστούν με αυτά τα στοιχεία, πράγμα που προϋπέθετε μια άλλη λογική στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, βασισμένη στις αρχές της ενεργητικής μάθησης, της ανάπτυξης κριτικής σκέψης, της μάθησης μέσα από την πράξη, της ανοικτής επικοινωνίας ανάμεσα στον εκπαιδευτή και τους συμμετέχοντες. Προϋπέθετε ακόμα το μετασχηματισμό του ρόλου του εκπαιδευτή. Να μετατραπεί από μεταδότη γνώσεων σε συντονιστή, εμψυχωτή, καταλύτη, διαμεσολαβητή ανάμεσα στο προς μελέτη αντικείμενο και στους συμμετέχοντες. Επίσης, έγινε κατανοητό ότι, για να αποκτήσει ο σύγχρονος άνθρωπος όλα αυτά τα εφόδια, θα έπρεπε να συνεργήσει όχι μόνο ο τομέας της εκπαίδευσης ενηλίκων, αλλά και ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και η άτυπη εκπαίδευση, δηλαδή οι φυσικές δραστηριότητες της καθημερινής, κοινωνικής και εργασιακής ζωής, μέσα από τις οποίες αποκτούμε νέες γνώσεις και δεξιότητες. Θα έπρεπε λοιπόν να δοθεί έμφαση στη δια βίου μάθηση, που αποτελεί τη σύνθεση όλων αυτών των συμπληρωματικών μορφών εκπαίδευσης.
            Ένα πρώτο βήμα προς αυτές τις κατευθύνσεις εκδηλώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1996, όταν το έτος αυτό χαρακτηρίστηκε «Ευρωπαϊκό Έτος Εκπαίδευσης και Διά Βίου Κατάρτισης». Ταυτόχρονα, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κυκλοφόρησε το «Λευκό Βιβλίο: Διδασκαλία και Μάθηση προς την Κοινωνία της Γνώσης», στο οποίο καταγράφονταν οι νέες προοπτικές.
            Οι πολύπλευρες διαστάσεις του ζητήματος προσδιορίστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έγινε σε επίπεδο πρωθυπουργών στη Λισσαβόνα, το Μάρτιο του 2000. Εκεί τέθηκε ο στόχος να γίνει την προσεχή δεκαετία η Ευρωπαϊκή Ένωση η πιο ισχυρή κοινωνία της γνώσης. Ως βασικό μέσο για την επίτευξη του στόχου ορίστηκε η ανάπτυξη δικτύων δια βίου μάθησης και καθορίστηκαν οι βασικοί άξονες στρατηγικής.
            Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, το Δεκέμβριο του 2000,επιβεβαίωσε τις αποφάσεις της Λισσαβόνας και ψήφισε την «Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ατζέντα», ουσιώδες μέρος της οποίας είναι η ανάπτυξη και επέκταση της δια βίου μάθησης, καθώς και η βελτίωση της ποιότητάς της. Αυτές οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων σηματοδοτούν εξελίξεις με βαρύνουσα σημασία:
·        Πρώτον, η εκπαίδευση ενηλίκων, ως συστατικό στοιχείο της δια βίου μάθησης, τίθεται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής στρατηγικής.
·        Δεύτερον, αναδύεται η χρησιμότητα όχι μόνο της κατάρτισης και της εκπαίδευσης που παρέχεται από επίσημους θεσμούς, αλλά και των μη επαγγελματικών μορφών εκπαίδευσης ενηλίκων που παρέχονται από κοινωνικούς ή πολιτισμικούς φορείς, συνδικαλιστικές ή πολιτικές οργανώσεις, αθλητικά σωματεία κ.ά.
·        Και τρίτον, η αποτελεσματικότητα της μάθησης συνδέεται με βασικές αρχές, πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η εκπαίδευση ενηλίκων: την ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευόμενων, την ανάληψη υπευθυνοτήτων από τους ίδιους και την ανάπτυξη κριτικής ικανότητας.

            Από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης τώρα, στα πλαίσια του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, καταρτίστηκαν και εκτελέστηκαν Επιχειρησιακά Προγράμματα σχετιζόμενα με τη διά βίου εκπαίδευση (τα βλέπετε στη διαφάνεια)

            Επίσης, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα με στόχο την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στα προγράμματα εκπαίδευσης ενηλίκων. Ιδρύθηκε το Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης, αναπτύχθηκαν ορισμένες αξιόλογες εκπαιδευτικές δραστηριότητες από τη Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων, το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και από ορισμένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης.
            Άλλοι φορείς Εκπαίδευσης Ενηλίκων, που χρηματοδοτούνται εξ’ ολοκλήρου  ή εν μέρει από την Ε.Ε. και υλοποιούν, ή υλοποίησαν κατά το παρελθόν, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης μη επαγγελματικού χαρακτήρα είναι: 
·        Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
·        Νομαρχιακές Επιτροπές Λαϊκής Επιμόρφωσης
·        Επιμελητήρια, Επιστημονικές Ενώσεις, Σύλλογοι
·        Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, Κολέγια, Ιδιωτικές Σχολές
·        Πολιτιστικοί φορείς (Σύλλογοι, Δημοτικές Επιχειρήσεις κ.ά.)
·        Πανεπιστήμια που πραγματοποιούν επιμορφωτικά προγράμματα
·        Συνδικαλιστικές οργανώσεις
·        Φορείς εκπαίδευσης γονέων

            Μία παράμετρος – μέθοδος διά βίου εκπαίδευσης που, νομίζω, χρήσει ιδιαίτερης αναφοράς είναι η Ανοικτή και Εξ’ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Πρόκειται ουσιαστικά για εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο λειτουργεί συμπληρωματικά προς τα παραδοσιακά, επιδιώκοντας να ξεπεράσει τα προβλήματα και τους περιορισμούς που έχουν εκείνα.  Τα παραδοσιακά συστήματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης αδυνατούν να καλύψουν το εύρος και την ποιότητα των εκπαιδευτικών απαιτήσεων διότι απευθύνονται σε σχετικά μικρό φάσμα ηλικιών, απαιτούν εισαγωγικές εξετάσεις και επιβάλλουν την φυσική παρουσία του εκπαιδευόμενου. Υστερούν δηλαδή ως προς την ευελιξία και το μέγεθος ώστε να καλύψουν τις συνολικές εκπαιδευτικές επιθυμίες και τη ζήτηση για μικρά και σύντομα προγράμματα.
            Αντίθετα, ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης από απόσταση μπορεί να απευθύνεται σε διαφορετικές βαθμίδες εκπαίδευσης, σε διαφορετικού επιπέδου εκπαιδευόμενους και να καλύπτει τις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις τους.
            Σήμερα, όλα τα Ελληνικά Πανεπιστήμια πραγματοποιούν προγράμματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης που, αν και βρήκαν ανταπόκριση στο κοινό, η οικονομική κρίση ανέκοψε την ανάπτυξή τους.
           
            Στο τελευταίο ο μέρος αυτής της εισήγησης άφησα αυτό που θεωρώ ως τη  σημαντικότερη  αναγκαιότητα για το σύγχρονο σχολείο, τις ανθρωπιστικές σπουδές. Όχι γιατί δεν διδάσκονται, αλλά γιατί τις τελευταίες δεκαετίες υποβαθμίζεται συνεχώς ο ρόλος τους και περιορίζεται η παρουσία τους στα Αναλυτικά Προγράμματα όλων των Δυτικών χωρών, που κάποτε αποτελούσαν την κοιτίδα του ανθρωπισμού. Και είναι πρόδηλη αναγκαιότητα η ανάπτυξη ενός νέου κινήματος ανθρωπισμού με παγκόσμια πλέον δράση, με σκοπό να αναχαιτισθεί ο αχαλίνωτος και ασύδοτος καπιταλισμός της άναρχης αγοράς και η συνεχής απο-πολιτικοποίηση που προωθεί ο νεοφιλελεύθερος οικουμενισμός. Είναι κοινή παραδοχή ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, ούτε είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Οφείλεται στο γεγονός ότι ο πολιτισμός μας έχει παραγκωνίσει, για να μην πω επιβουλεύεται, την αιτία της ύπαρξής του, τον άνθρωπο. Είναι βαθιά κρίση ανθρωπισμού, καθώς ο άνθρωπος έπαψε να αποτελεί το αμετακίνητο μέτρο της ζωής, όπως τον ήθελε ο Πρωταγόρας με την απόφανση «πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος», έχει πάψει να αποτελεί σκοπό και υποβιβάστηκε σε μέσο. Το άτομο δε λογαριάζεται πια ως ιδιαίτερη ανθρώπινη ύπαρξη, άξια φροντίδας και σεβασμού· υπολογίζεται περισσότερο ως μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης, ως στοιχείο στους δείκτες της στατιστικής, ως ποσοστιαία μονάδα στα οικονομικά μεγέθη.
            Και στο χώρο της εκπαίδευσης, η φιλοσοφία του καπιταλιστικού συστήματος επιδιώκει την υποταγή του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της αγοράς. Ολοένα και περισσότερο το εκπαιδευτικό σύστημα χρησιμοποιείται για την παραγωγή του ανθρώπινου δυναμικού που θα στελεχώσει τις διάφορες επιχειρήσεις. Η εκπαίδευση χάνει τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα, με τα Αναλυτικά Προγράμματα να δίνουν περισσότερη έμφαση στην εξειδικευμένη γνώση και κατάρτιση παρά στη γενική και ολόπλευρη ανάπτυξη του μαθητή.
            Αυτή τη λαίλαπα καλείται να ανακόψει το σχολείο του νέου ανθρωπισμού και να ξαναγίνει σχολείο με κυρίαρχη τη μορφωτική και παιδαγωγική του διάσταση για την άμβλυνση των προβλημάτων και των στρεβλώσεων που δημιουργεί στο κοινωνικό σύνολο το ισχύον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Με τη δημιουργία μιας «κουλτούρας μάθησης», δηλαδή ενός περιβάλλοντος μάθησης μέσα στα σχολεία που θα ενεργοποιεί τη δημιουργικότητα, την εμπιστοσύνη, την επιμονή. Το σχολείο που θα παρέχει ένα ασφαλές και αξιόπιστο περιβάλλον, που θα τιμά το στοχασμό και τη δημιουργικότητα, θα ενθαρρύνει τη συνεργασία στην επίλυση των προβλημάτων,  θα αναγνωρίζει τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου μέσα στη σχολική τάξη καθώς και τη σπουδαιότητα της τοπικής κοινότητας. 
            Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα στηρίζεται στις ανθρωπιστικές σπουδές, θα στοχεύει στην ευαισθητοποίηση των πολιτών στα διάφορα κοινωνικά και άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης μας (φτώχεια, πείνα, θανατηφόρες ασθένειες, ναρκωτικά, τρομοκρατία, καταστροφή του περιβάλλοντος κτλ.) μια ευαισθητοποίηση μάλιστα που πρέπει να συνοδεύεται και από αντίστοιχες δράσεις. Θα στοχεύει επίσης στον εκδημοκρατισμό της παιδείας και τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, στη συλλογικότητα στις αποφάσεις για θέματα που τους αφορούν και τους επηρεάζουν άμεσα, στο σεβασμό προς τον άνθρωπο και τα δημιουργήματά του, στην αναγνώριση των δικαιωμάτων αλλά και την αποδοχή των υποχρεώσεων και, τελικά, στη δημιουργία κριτικά σκεπτόμενων πολιτών.
           
            Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω ενεργειών είναι η ύπαρξη οράματος και στόχων που θα καθοδηγούν και θα εμπνέουν τον εκπαιδευτικό και θα δίνουν νόημα και προοπτική στη δράση του.
           

            Σας ευχαριστώ!