Παλαιότερα, επειδή ο «ορθός λόγος»
και το «γεωμετρικό πνεύμα», του πολιτισμού μας χαρακτηριστικά γνωρίσματα,
ήθελαν να υπάρχει παντού τάξη και σύστημα, και όπου τα «πράγματα» φαίνονταν
απρόθυμα να υπακούσουν επέβαλλαν (στην ανάγκη με την πίεση) την απαίτηση τους,
οι «επιστήμονες» παιδαγωγοί δοκίμασαν να βάλουν και τη διδακτική εργασία του
σχολείου σε αυστηρή πειθαρχία με το μηχανισμό μιας ομοιόμορφης (για κάθε
διδακτέα ύλη) τεχνικής. Ο Δάσκαλος, κατά την αντίληψη αυτή, έπρεπε πριν απ” όλα
να είναι «μεθοδικός», να οργανώνει δηλαδή τη διδασκαλία του σύμφωνα με ορισμένο
πάγιο διάγραμμα.
Σήμερα γίναμε στο κεφάλαιο τούτο
σοφότεροι. Ξέρουμε ότι μεθοδολογικοί κανόνες που πρέπει να τηρούνται γενικά και
ανεξαίρετα στη διδακτική εργασία, δεν υπάρχουν. Και όταν βλέπουμε κανένα
καθυστερημένα ευσυνείδητο δάσκαλο να αγωνίζεται μέσα στην τάξη να ακολουθήσει
χωρίς παρέκκλιση μια προκαθορισμένη «πορεία» εκλιπαρώντας ή τυραννώντας τους
μαθητές του να μη βγαίνουν έξω από τη χαραγμένη τροχιά με τις περιέργειες και
τις παρατηρήσεις τους τον λυπούμαστε! Ορθά: Γιατί αυτός έχει ασφαλώς παρανοήσει
το έργο του. Βασανίζεται να μετατρέψει σε μηχανική διαδικασία κάτι που από τη
φύση του είναι και πρέπει να μείνει ζωντανό και αυθόρμητο, ελεύθερο να κινείται
προς την κατεύθυνση που καθορίζεται από την ιδιομορφία του θέματος και από τη
διάθεση και επινόηση των ίδιων των μαθητών.
[…] Κατάλαβέ το καλά, και κλείσε
αυτή την αλήθεια μέσα στην ψυχή σου, ότι η διδασκαλία ανήκει στην κατηγορία των
πνευματικών έργων όπου το καλό αποτέλεσμα είναι προϊόν έμπνευσης και
δημιουργικού οίστρου. Με μια λέξη: είναι δημιουργία. Και ο άξιος δάσκαλος:
δημιουργός. Αυτό πρέπει να σκέπτεσαι όταν αρχίζεις όχι μόνο μια σειρά
μαθημάτων, αλλά και το κάθε μάθημα, κάθε ώρα διδασκαλίας. Δε θα εργαστείς απάνω
σε γνωστές και πολυμεταχειρισμένες, στερεότυπες φόρμες και φόρμουλες (όπως: ο
τεχνίτης στα «βάναυσα» έργα), αλλά θα δημιουργήσεις πάντοτε κάτι νέο και
πρωτότυπο, κάτι που δεν είχε, δεν μπορούσε να έχει γίνει ως τώρα (όπως ο
αληθινός ποιητής στα «ευγενή» έργα του πνεύματος).
Γιατί και πώς «νέο» και «πρωτότυπο»;
Απλούστατα: γιατί και συ δεν είσαι ο ίδιος όπως ήσουν πέρσι όταν δίδασκες τούτο
πάλι το μάθημα (σε έχουν αλλάξει στο μεταξύ οι μελέτες και οι εμπειρίες σου)
και τα παιδιά που τώρα διδάσκεις δεν είναι τα ίδια με τα περσινά – άλλοι οι
άνθρωποι, άλλος και ο «χρόνος» εφέτος. Κάτι λοιπόν καινούργιο και πρωτόπλαστο
πρέπει τώρα να παραγάγεις. Ακριβέστερα: να συνεργαστείς (άλλος εσύ, άλλοι και
οι μαθητές σου) για να παραχθεί, αφού –όπως είπαμε– το διδακτικό έργο τελείται
με τη δημιουργική συνεργασία Δασκάλου και μαθητών.
[…] Εάν η μάθηση, η αληθινή μάθηση,
είναι μια δωρεά που μεταμορφώνει τον άνθρωπο, φωτίζει το πνεύμα και ευγενίζει
την ψυχή του, το μάθημα, το αληθινό μάθημα, δεν μπορεί να είναι αυτόματο προϊόν
μιας μηχανής, αλλά δημιουργία που απαιτεί, τόσο από το Δάσκαλο, όσο και από
τους μαθητές του, τις διαθέσεις και τα προσόντα που χαρακτηρίζουν τον αληθινό
δημιουργό, δηλαδή πρωτοβουλία, επινοητικότητα, ενθουσιασμό.
αποσπάσματα από το άρθρο: «Πρωτοβουλία και
ίστρος: ιδού το μάθημα!»
του Ευάγγελου Παπανούτσου