16.11.13

εκπαίδευση ενηλίκων

          
            Στη διαδικασία της δια βίου εκπαίδευσης οι «ενήλικοι μαθητές» διαφοροποιούνται από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που μπορεί να λειτουργήσουν θετικά αλλά και αρνητικά ως προς τη μαθησιακή διαδικασία.
            Αρχικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα ότι η ηλικιακή διαφορά είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Ο ενήλικας παρακολουθεί κάποια επιμόρφωση ή συμπληρώνει ελλιπή προηγούμενη φοίτηση, οικειοθελώς και όχι γιατί τον υποχρεώνουν οι γονείς. Έχει συνειδητοποιήσει την αξία της και επιδιώκει να αποκτήσει εφόδια που του είναι απαραίτητα στην επαγγελματική εξέλιξη και αυτό αποτελεί κίνητρο για μάθηση εντονότερο σε σχέση με τα κίνητρα των νέων παιδιών.  Συνεπώς θα είναι διαφορετική η συμπεριφορά του απέναντι στον επιμορφωτή, θα αντιμετωπίσει τη διδακτέα ύλη με διαφορετικό ενδιαφέρον και θα επιδιώξει να αποκομίσει από τη διαδικασία της μόρφωσης, όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη.
            Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ενήλικα εκπαιδευόμενου είναι η πνευματική ωριμότητα και η τάση για αυτοκαθορισμό, από την οποία πηγάζει η ανάγκη για ενεργητική συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα της μαθησιακής δραστηριότητας. Οι εμπειρίες της ζωής, η ολοκλήρωση της διαδικασίας ενηλικίωσης, οι επαγγελματικές εμπειρίες που ήδη αποκτήθηκαν καθιστούν τον ενήλικα συνειδητοποιημένο «μαθητή», αυτοδύναμο, με διάθεση να συμβάλει ενεργητικά σε όσα τον αφορούν, που δύναται να αντιμετωπίσει τη διδακτέα ύλη με περίσκεψη και ωριμότητα κάτι που λείπει από τον παιδικό πληθυσμό. Πολλές από αυτές τις εμπειρίες, γνώσεις και στάσεις είναι σχετικές με το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού προγράμματος και συνεπώς μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή για μάθηση καθώς και αξιοποίηση και εμπλουτισμό του εκπαιδευτικού υλικού και της μεθοδολογίας του εκπαιδευτικού οργανισμού που υλοποιεί το πρόγραμμα.
            Επίσης, ο κάθε ενήλικας, λόγω της προηγούμενης εκπαιδευτικής του εμπειρίας, έχει αποκρυσταλλώσει τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει και πολύ δύσκολα
απομακρύνεται από αυτόν. Γνωρίζει τις ικανότητες και τις αδυναμίες του, έχει «μάθει πώς να μαθαίνει» και συνέπεια αυτών των χαρακτηριστικών είναι ότι οι διεργασίες μέσα από τις οποίες μαθαίνει έχουν διαφορετική ένταση και χροιά από εκείνες που αφορούν τα παιδιά και τους εφήβους.
            Στον αντίποδα, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στη μαθησιακή εμπειρία το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενοι ενήλικες προσέρχονται στα προγράμματα εκπαίδευσης με συγκεκριμένες προσδοκίες, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με στάσεις και αντιλήψεις που έχουν διαμορφώσει απέναντι στην εκπαίδευση, στάσεις που μπορεί να έχουν διαμορφωθεί και από το σχολικό σύστημα. Επίσης, αν το πρόγραμμα επιμόρφωσης σχετίζεται με το αντικείμενο στο οποίο εργάζεται κάποιος είναι λογικό να προσέρχεται προκατειλημμένος, θεωρώντας ότι ο συγκεκριμένος χρόνος είναι χαμένος χρόνος.
            Άλλο εμπόδιο είναι οι υπάρχουσες γνώσεις, εμπειρίες και στάσεις των εκπαιδευόμενων, στις οποίες εκείνοι προσκολλώνται με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται ή να αρνούνται να προσεγγίσουν το καινούριο μαθησιακό αντικείμενο. Κάποια εμπόδια απορρέουν και από ψυχολογικούς παράγοντες (προσωπικότητα, άγχος κ.λ.π.) και οδηγούν τους εκπαιδευόμενους να αναπτύξουν μηχανισμούς παραίτησης και άμυνας απέναντι στην νέα γνώση ή μέθοδο προκειμένου να διατηρήσουν την εσωτερική τους τάξη πραγμάτων.
             Για όλους τους παραπάνω λόγους, γίνεται φανερό, πως οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν πλήρως από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό των παιδιών.





Δεν υπάρχουν σχόλια: