Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
( σύντομη αναδρομή )
Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι λαοί από την Ινδία ως την Ιρλανδία κατά την προϊστορική εποχή ήταν κοινή μέχρι το 3.000 π.Χ. Από τότε άρχισε να διαχωρίζεται σε διαλέκτους που αργότερα έγιναν οι ιδιαίτερες γλώσσες των διαφόρων λαών. Κατά την περίοδο 3.000 ως 2.000 π.Χ. αναπτύχθηκε η λεγόμενη Πρωτο-ελληνική, η οποία με συνεχείς εξελίξεις θα δώσει αργότερα την Ελληνική, ενώ για την περίοδο 2.000 ως 1.400 π.Χ. δεν έχουμε καθόλου μαρτυρίες (σκοτεινή περίοδος).
Από το 1.400 ως το 300 π.Χ. περίπου, η μορφή της ελληνικής γλώσσας είναι αυτή που γνωρίζουμε από τους κλασικούς συγγραφείς Ηρόδοτο, Ξενοφώντα, Αριστοτέλη κ.λ.π. Αυτή την περίοδο η γλώσσα δεν ήταν ενιαία σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο, αλλά χωρισμένη σε διαλέκτους όπως η Αττική, Ιωνική, Αρκαδο-κυπριακή, Δωρική και άλλες. Εκτός από τη διαίρεση σε διαλέκτους ανάλογα με τη γεωγραφική τοποθεσία, υπήρχαν και οι λογοτεχνικές διάλεκτοι κάθε λογοτεχνικό είδος καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε στη διάλεκτο στην οποία αρχικά διαμορφώθηκε. Αυτή η γλωσσική μορφή κάθε λογοτεχνικού είδους υιοθετήθηκε από όλους τους συγγραφείς και ποιητές που ασχολήθηκαν μ’ αυτό, ανεξάρτητα από τον τόπο που αυτοί κατάγονταν. Έτσι, όσοι έγραψαν επική (πολεμική-ηρωική) ποίηση, έγραψαν στη γλώσσα του Ομήρου - μια τεχνητή γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ και από κανένα -, όσοι έγραψαν ελεγειακή ποίηση, σε Ιωνική διάλεκτο, χορική ποίηση σε Δωρική κ.ο.κ. Οι διάλεκτοι, με την πάροδο του χρόνου και τη μεγαλύτερη επικοινωνία, επιδρούσαν η μια στην άλλη και οι ασθενέστερες υποχώρησαν.
Με την επέκταση των Μακεδόνων σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο (338 π.Χ.), η ενοποίηση των ελληνικών περιοχών σε ένα κράτος είχε σαν συνέπεια τη χρησιμοποίηση μιας κοινής διαλέκτου, για λόγους κυρίως διοικητικούς. Βάση για την κοινή διάλεκτο αποτέλεσε η Αττική, εμπλουτισμένη με στοιχεία άλλων διαλέκτων, κι αυτό γιατί η Αθήνα τότε ήταν ένα πολύ αναπτυγμένο κέντρο πολιτιστικό, διοικητικό, πολιτικής και εμπορίου. Αυτή τη διάλεκτο διέδωσε ο Μέγας Αλέξανδρος στις περιοχές που κατέκτησε, σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Η γλώσσα αυτή, που ονομάστηκε Ελληνιστική Κοινή, δεν ήταν παντελώς όμοια με την κλασική αττική των αρχαίων συγγραφέων, γιατί, σαν ζωντανή - ομιλούμενη γλώσσα, συνεχώς εξελισσόταν μια και κάθε γλώσσα που μιλιέται από το λαό δεν μένει αναλλοίωτη. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. χάθηκε η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων και προφέρονταν όλα στον ίδιο τόνο [ω = ο ], οι δίφθογγοι έγιναν μονόφθογγοι [αι = ε / ει = ι] και η δασεία, που παλιότερα προφερόταν, έπαψε πια να υφίσταται. Έγιναν επίσης απλοποιήσεις στη Γραμματική και το Συντακτικό και προστέθηκαν πολλές ξένες λέξεις από λαούς - υποτελείς της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου (λατινικές, αιγυπτιακές, εβραϊκές αργότερα). Αυτή την περίοδο, ας σημειωθεί, εφευρέθηκαν από Αλεξανδρινούς φιλολόγους οι τόνοι και τα πνεύματα για να διευκολύνουν τους μη Έλληνες στην εκμάθηση της ελληνικής.
Με την αρχή της χριστιανικής εποχής έρχεται μια κίνηση να διαταράξει την ομαλή - φυσική εξέλιξη της γλώσσας. Είναι ο Αττικισμός, η χρησιμοποίηση δηλαδή της καθαρής αττικής διαλέκτου που θεωρούσε την Κοινή Ελληνιστική ως γλώσσα υποδεέστερη και χαμηλής ποιότητας. Όσοι υποστήριζαν αυτή την τάση προσπαθούσαν να γράφουν την καθαρή αττική, μια γλώσσα που δεν μιλούσαν ούτε αισθάνονταν σαν δική τους και δημιούργησαν έτσι μια τεχνητή διγλωσσία μια που χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα στην καθημερινή τους ζωή και άλλη στην εκπαίδευση και τη λογοτεχνία. Το κίνημα έφτασε στην ακμή του τον 2ο μ.Χ. αιώνα και επικράτησε στο γραπτό λόγο έτσι ώστε κανένα πεζό έργο από τον 1ο μ.Χ. αιώνα και εξής δεν έμεινε ανεπηρέαστο, εκτός από τα Ευαγγέλια και τα έργα των πρώτων χριστιανών συγγραφέων τα οποία γράφτηκαν στην ομιλούμενη της εποχής τους.
Παρόλα αυτά, η ομιλούμενη από το λαό Ελληνιστική Κοινή, εξελίχτηκε κανονικά και κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο, από το 330 ως το 1100 μ.Χ. έπαυσε η διάκριση ει, οι, υ, η και προφέρονταν όλα ως ι , απλοποιήθηκαν τα διπλά σύμφωνα (κκ - κ , λλ - λ) όπως και πολλές λέξεις (οσπήτιον>σπίτι, ευρίσκω>βρίσκω κ.λ.π.) άρχισε να παραλείπεται το τελικό ν , να υποχωρούν η δοτική, η ευκτική, το απαρέμφατο και να δηλώνονται πλέον οι χρόνοι περιφραστικά (π.χ. αντί πρκμ. λέλυκα>έχω λελυμένον).
Στη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο (1100 - 1453 μ.Χ.) η ομιλούμενη πλησίασε ακόμα περισσότερο τη σημερινή Νεοελληνική, με τρανό παράδειγμα το πρώτο γραπτό έργο σε Νεοελληνική, το Έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα (11ου αι.), παράλληλα όμως συνεχίστηκε και η διγλωσσία που προκάλεσε ο Αττικισμός. Η γραπτή αρχαϊζουσα έγινε όργανο της Παιδείας, των δημοσίων ομιλιών και θεολογικών συζητήσεων, αλλά παρουσίαζε και κάποια ποικιλία ανάλογα με το συγγραφέα και την ελληνομάθειά του.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1453-1821 μ.Χ.) η διοικητική αποκέντρωση και η απομόνωση των επαρχιών ενδυνάμωσε τις διαλεκτικές διαφορές και μια σειρά από περιφερειακά κέντρα λαϊκής λογοτεχνίας έκανε την εμφάνισή της με γνωρίσματα ιδιωματικά (Κύπρος, Δωδεκάνησα, Κρήτη, Εφτάνησα). Σ’ αυτά τα κέντρα παραμερίζεται, χωρίς να παύει να υπάρχει, η αρχαϊζουσα και γράφονται λογοτεχνικά έργα στο τοπικό ιδίωμα.
Γύρω στον 16ο αιώνα εμφανίστηκε η Καθαρεύουσα, μια προσπάθεια συμβιβασμού μεταξύ αρχαϊσμού και προφορικής γλώσσας, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην καθημερινή πρακτική και στην Παιδεία. Είναι ένα γραμματικό συνονθύλευμα με αρχαϊσμούς, νεολογισμούς, ακόμα και ιδιωματικά στοιχεία.
Την τριακονταετία πριν την Επανάσταση του 1821 κατά την οποία ξύπνησε η εθνική συνείδηση και ωρίμασε η ιδέα για απελευθέρωση, δημιουργήθηκε και η ανάγκη για μια πραγματική εθνική γλώσσα. Διαδόθηκε παράλληλα η τυπογραφία και η Παιδεία, οι επαφές με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μεγάλωσαν και τέθηκε το ερώτημα ποια γλώσσα πρέπει να καλλιεργηθεί ως γραπτή και προφορική.
Οι δημοτικιστές Δ. Φιλιππίδης, Αθ. Χριστόπουλος, Γ. Βηλαράς, Δ. Σολωμός ζητούν να καλλιεργηθεί η ήδη διαμορφωμένη γλώσσα του λαού και να χρησιμοποιηθεί στην Παιδεία, τη Λογοτεχνία και την Επιστήμη. Σ’ αυτούς αντιτάσσονται οι αρχαϊστές που αποδίδουν τον πνευματικό και ηθικό ξεπεσμό στην απώλεια της αρχαίας γλώσσας, την οποία προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν. Μεταξύ των δύο ομάδων εμφανίζονται ως συνήγοροι ενός μέσου δρόμου οι Κορδίκας, Μοισιόδακας και Κοραής.
Μετά την Ανεξαρτησία, παρόλο που το πρώτο Σύνταγμα του ελεύθερου Έθνους γράφτηκε στην δημοτική, η έλευση του Όθωνα έφερε και την καθιέρωση της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους μάλιστα εξαρχαϊσμένης ακόμα περισσότερο. Με τον καιρό όμως και προς το τέλος του 19ου αιώνα γίνεται φανερό πως η καθαρεύουσα που διδασκόταν στο σχολείο δεν γινόταν κτήμα των μαθητών. Η δημοτική παράλληλα κυριαρχεί στην ποίηση, οι νέοι ερευνητές ενδιαφέρονται για την εθνική ιστορία, τη γλώσσα και τις παραδόσεις του λαού ενώ οι οπαδοί του γλωσσικού «καθαρισμού» αναγνωρίζουν το στραβό δρόμο που ακολουθήθηκε με την καθαρεύουσα. Ο Γιάννης Ψυχάρης προσπαθεί να κωδικοποιήσει τη δημοτική - χωρίς όμως να αποφεύγει και ακρότητες - πολλοί όμως συνεχίζουν να υποστηρίζουν πως ο μόνος δεσμός των Νεοελλήνων με την κλασική αρχαιότητα είναι η γλώσσα. Με την αυγή του 20ου αιώνα η δημοτική γίνεται γλώσσα όλης της λογοτεχνίας και του θεάτρου (με πρωτεργάτες μεγάλους λογοτέχνες όπως ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Ξενόπουλος κ.ά.) και ιδρύονται δημοτικιστικοί σύλλογοι. Το 1913 μπαίνουν για πρώτη φορά στα νεοελληνικά αναγνώσματα λογοτεχνικά κείμενα γραμμένα στη δημοτική, συνεχίζει όμως να χρησιμοποιείται ως επίσημη γλώσσα στην Παιδεία και το Κράτος η καθαρεύουσα.
Οι συζητήσεις, οι διαφωνίες και οι πειραματισμοί συνεχίζονται ώσπου το 1976 καθιερώνεται επίσημα από την Πολιτεία η δημοτική και το 1982 το μονοτονικό σύστημα. Πολλοί προχωρούν και ζητούν καθιέρωση φωνητικού αλφαβήτου - να γράφουμε δηλαδή ό,τι ακριβώς προφέρουμε - άλλοι όμως είναι τελείως εχθρικοί με όλα αυτά, ζητώντας τη στασιμότητα της γλώσσας.
Μετά από όλη αυτή την «περιπέτεια» της γλώσσας μας θα πρέπει να διδαχτούμε από την ίδια την ιστορία της και να την αφήσουμε να εξελίσσεται φυσιολογικά και από μόνη της χωρίς αυθαίρετες επεμβάσεις. Ούτε στα παλιά να γυρνάμε αλλά ούτε και να προτρέχουμε της εποχής μας και να ζητάμε συνεχείς νεωτερισμούς προτού αυτοί ωριμάσουν από μόνοι τους μέσα από την καθημερινή πρακτική και τη χρήση της γλώσσας από το λαό που τη μιλά.
ZAX.